λεηλατέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  λεηλατῶ 
Παρατατικός  ἐλεηλάτουν 
Μέλλοντας  λεηλατήσω 
Αόριστος  ἐλεηλάτησα 
Παρακείμενος  - 
Υπερσυντέλικος  - 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεηλατέω < λε- (< λεία) + -ηλατῶ (< ἐλαύνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

λεηλατέω και συνηρημένο λεηλατῶ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]