Μετάβαση στο περιεχόμενο

λειχήν

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λειχήν < λείχω (γλείφω)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λειχήν, -ῆνος αρσενικό

  1. (φυτό) είδος αναρριχητικού βρύου
  2. (ιατρική) λειχήνα, εξάνθημα, καρκίνωμα, ψώρα
  3. (φυτό) ερυσίβη (ασθένεια των φυτών)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη λείχω