λειχηνιάρηδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
λειχηνιάρηδες
- λειχηνιάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
- λειχηνιάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
- λειχηνιάρης, στην κλητική του πληθυντικού