λειχηνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λειχηνικός < λειχήνα + -ικός < αρχαία ελληνική λειχήν
Επίθετο[επεξεργασία]
λειχηνικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με λειχήνες (δερματικά εξανθήματα) ή αναφέρεται σ' αυτές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λειχήνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λειχηνικός
|