Μετάβαση στο περιεχόμενο

λειψά

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

λειψά < λειψός + < μεσαιωνική ελληνική λειψός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /liˈpsa/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

λειψά

Επίρρημα

[επεξεργασία]

λειψά

εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • «λειψός άνθρωπος»
  • «τό καμε λειψό το παιδί» για βρέφη που γεννήθηκαν πρόωρα
  • «τα λεφτά είναι λειψά»

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]