λειψανοθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λειψανοθήκη οι λειψανοθήκες
      γενική της λειψανοθήκης των λειψανοθηκών
    αιτιατική τη λειψανοθήκη τις λειψανοθήκες
     κλητική λειψανοθήκη λειψανοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λειψανοθήκη < λείψανο + θήκη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λειψανοθήκη θηλυκό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]