λειψανοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λειψανοθήκη θηλυκό
- η θήκη στην οποία τοποθετούνται τα λείψανα ενός νεκρού (ιδίως ενός που θεωρείται άγιος) μετά την εκταφή του