λειψερός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λειψερός η λειψερή το λειψερό
      γενική του λειψερού της λειψερής του λειψερού
    αιτιατική τον λειψερό τη λειψερή το λειψερό
     κλητική λειψερέ λειψερή λειψερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λειψεροί οι λειψερές τα λειψερά
      γενική των λειψερών των λειψερών των λειψερών
    αιτιατική τους λειψερούς τις λειψερές τα λειψερά
     κλητική λειψεροί λειψερές λειψερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λειψερός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.pseˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λει‐ψε‐ρός

Επίθετο[επεξεργασία]

λειψερός, -ή, -ό

  1. που έχει ελαττώματα, ο ελαττωματικός
  2. ο ατελής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]