λειόκαννο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λειόκαννο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λειόκαννο ουδέτερο

  • είδος επιχειρησιακού όπλου (κυνηγιού, αυτοάμυνας ή ασφάλειας χώρου) το οποίο μπορεί να είναι μονόκαννο ή δίκαννο, επαναληπτικό ή αυτόματο μικρής ή μεσαίας εμβέλειας και διασποράς σκαγιών όσο ο στόχος απομακρύνεται και εστιασμένης φονικότητας (δηλαδή φονικότητα αντιστρόφως ανάλογη της απόστασης - μικρή απόσταση μεγάλη φονικότητα και τραύματα)
    σύμφωνα με το 2168/1993 τα λειόκαννα εντάσσονται στη Β' κατηγορία κυνηγετικών όπλων μέχρι 50 χιλιοστών τα οποία ο κάθε χρήστης μπορεί να τα απόκτήσει με μια απλή τυπική διαδικασία, ενώ απαγορεύονται ρητά κυνηγετικά όπλα (Α' κατηγορίας) 60 χιλιοστών και άνω, δηλαδή τα ραβδωτά όπλα. Τα ραβδωτά όπλα αν και χρησιμοποιούνται για κυνήγι μεγάλων θηραμάτων απαγορεύονται στην Ελλάδα ενώ επιτρέπονται σε όλη την Ευρώπη, προφανώς για την προστασία της καφέ αρκούδας της φώκιας μονάχους μονάχους, του ζαρκαδιού και άλλων προστατευόμενων ειδών, ενώ η κατοχή τους είναι ποινικά κολάσιμη.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

  • ραβδωτής κάννης όπλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]