λεκάνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεκάνη οι λεκάνες
      γενική της λεκάνης των λεκανών
    αιτιατική τη λεκάνη τις λεκάνες
     κλητική λεκάνη λεκάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πλαστική λεκάνη
Τα οστά της λεκάνης: (1,4) λαγόνια οστά, (2) ιερόν οστούν, (5) κόκκυγας, (7) ισχιακό οστό, (8) ηβική σύμφυση, (9) άρθρωση με τους μηρούς
λεκάνη τουαλέτας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεκάνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεκάνη θηλυκό

  1. ανοιχτό φαρδύ δοχείο με επίπεδη βάση από πλαστικό, μέταλλο ή ξύλο που χρησιμοποιείται για το άπλωμα των ρούχων, μεταφορά νερού, ζύμωμα και άλλες δουλειές του νοικοκυριού
  2. κεραμικό δοχείο προσαρμοσμένο στο έδαφος, για την ούρηση και την αφόδευση
  3. (ανατομία) μεγάλο σύνθετο οστό που αποτελείται από το ιερόν οστούν, τον κόκκυγα, τα δύο λαγόνια και τα δύο ισχιακά οστά· η διάταξη αυτή σχηματίζει μια μεγάλη κοιλότητα στη βάση του κορμού που κλείνει μπροστά στην ηβική σύμφυση και ενώνεται προς τα πάνω με τη σπονδυλική στήλη και προς τα κάτω με τους μηρούς
    βλέπε και πύελος
  4. (γεωγραφία) μεγάλη υπέργεια ή υποθαλάσσια έκταση που περιβάλλεται από υψώματα
    λεκάνη απορροής
    η λεκάνη της Μεσογείου

Υποκοριστικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]