λεκανοΐμπρικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεκανοΐμπρικο τα λεκανοΐμπρικα
      γενική του λεκανοΐμπρικου των λεκανοΐμπρικων
    αιτιατική το λεκανοΐμπρικο τα λεκανοΐμπρικα
     κλητική λεκανοΐμπρικο λεκανοΐμπρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεκανοΐμπρικο < λεκάν(η) + -ο- + ιμπρίκ(ι) (μπρίκι) + -ο < οθωμανική τουρκική προέλευση και για τις δύο λέξεις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /le.ka.noˈi.bɾi.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐κα‐νο‐ΐ‐μπρι‐κο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεκανοΐμπρικο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]