λεκτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεκτικά < λεκτικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

λεκτικά

  1. με το λόγο
    κάτι τύποι προκαλούσαν λεκτικά τις κοπέλες που περνούσαν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

λεκτικά