λεκτική εκφορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

λεκτική εκφορά (el)

  1. ο ήχος που βγάζει κάποιος συνήθως για να επικοινωνήσει μήνυμα
  2. (μεταφορικά) η διατύπωση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]