λελές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λελές οι λελέδες
      γενική του λελέ των λελέδων
    αιτιατική τον λελέ τους λελέδες
     κλητική λελέ λελέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λελές < πιθανόν νηπιακή λέξη ή από το διπλασιασμό του γαλλικού le)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λελές αρσενικό

  1. (ειρωνικό) νεαρός από πλούσια οικογένεια με λεπτή συμπεριφορά καλομαθημένου ατόμου
     συνώνυμα: βουτυρόπαιδο
  2. (αργκό) ο θηλυπρεπής
  3. (αργκό, ειρωνικό, πολιτική) αυτός που ασπάζεται στην πολιτική τον φιλελευθερισμό / νεοφιλελευθερισμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]