Μετάβαση στο περιεχόμενο

λεμονάδα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεμονάδα οι λεμονάδες
      γενική της λεμονάδας των λεμονάδων
    αιτιατική τη λεμονάδα τις λεμονάδες
     κλητική λεμονάδα λεμονάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεμονάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική limonada[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /le.moˈna.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεμονάδα
ένα ποτήρι λεμονάδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεμονάδα θηλυκό

  • δροσιστικό αναψυκτικό από χυμό λεμονιού (με ή χωρίς ζάχαρη)
  λεμονάδα από φυσικό χυμό / λεμονάδα με ανθρακικό
  • (συνεκδοχικά) το παραπάνω ποτό συσκευασμένο σε μπουκάλι ή μεταλλικό κουτί
  ένα κασόνι λεμονάδες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]