λεμονοστύφτης
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | λεμονοστύφτης | λεμονοστύφτες |
γενική | λεμονοστύφτη | λεμονοστυφτών |
αιτιατική | λεμονοστύφτη | λεμονοστύφτες |
κλητική | λεμονοστύφτη | λεμονοστύφτες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lε.mɔ.nɔˈsti.ftis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεμονοστύφτης αρσενικό
Εναλλακτικές μορφές[επεξεργασία]
- λεμονοστείφτης (ετυμολογική γραφή)
- λεμονοστίφτης (σπανιότερη γραφή)
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- πορτοκαλοστύφτης
- στυφτήρι
- και → δείτε τις λέξεις: λεμόνι και στύβω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (οικείο) είσαι μάγκας, είσαι τσίφτης, είσαι και λεμονοστύφτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεμονοστύφτης