Μετάβαση στο περιεχόμενο

λεμφοκυττάρωση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεμφοκυττάρωση οι λεμφοκυτταρώσεις
      γενική της λεμφοκυττάρωσης* των λεμφοκυτταρώσεων
    αιτιατική τη λεμφοκυττάρωση τις λεμφοκυτταρώσεις
     κλητική λεμφοκυττάρωση λεμφοκυτταρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λεμφοκυτταρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεμφοκυττάρωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεμφοκυττάρωση θηλυκό

  • η αύξηση του αριθμού των λεμφοκύτταρων στο αίμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]