λεμφοκυτταροπενία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεμφοκυτταροπενία < λεμφοκύτταρο + πενία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεμφοκυτταροπενία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική μείωση του αριθμού των λευκοκυττάρων στο αίμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεμφοκυτταροπενία