Μετάβαση στο περιεχόμενο

λεμφοκύτταρο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεμφοκύτταρο τα λεμφοκύτταρα
      γενική του λεμφοκύτταρου
& λεμφοκυττάρου
των λεμφοκύτταρων
& λεμφοκυττάρων
    αιτιατική το λεμφοκύτταρο τα λεμφοκύτταρα
     κλητική λεμφοκύτταρο λεμφοκύτταρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεμφοκύτταρο < λέμφος + κύτταρον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεμφοκύτταρο ουδέτερο

  • μικρό στρογγυλό κύτταρο με σφαιρικό πυρήνα, βασικό συστατικό της λέμφου
διακρίνουμε τα Τ-λεμφοκύτταρα, Β-λεμφοκύτταρα και τα ΝΚ κύτταρα-φονιάδες.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]