λενινιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λενινιστικός < λενινισμός < Λένιν
Επίθετο[επεξεργασία]
λενινιστικός -ή -ό
- που είναι σύμφωνος με ή ακολουθεί την πολιτική θεωρία του λενινισμού
- λενινιστική πολιτική, λενινιστικό κόμμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λενινιστικός