λεξικογραφικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεξικογραφικώς < λεξικογραφικός + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

λεξικογραφικώς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]