λεξικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεξικός < ελληνιστική κοινή λεξικός
Επίθετο[επεξεργασία]
λεξικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με λέξεις, ανήκει σ’ αυτές ή αναφέρεται σ’ αυτές
- Αυτές οι λεξικές μορφές είναι σύνθετες
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | λεξικός | λεξική | λεξικόν | λεξικοί | λεξικαί | λεξικά |
Γενική | λεξικοῦ | λεξικῆς | λεξικοῦ | λεξικῶν | λεξικῶν | λεξικῶν |
Δοτική | λεξικῷ | λεξικῇ | λεξικῷ | λεξικοῖς | λεξικαῖς | λεξικοῖς |
Αιτιατική | λεξικόν | λεξικήν | λεξικόν | λεξικούς | λεξικάς | λεξικά |
Κλητική | λεξικέ | λεξική | λεξικόν | λεξικοί | λεξικαί | λεξικά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | λεξικώ | λεξικά | ||||
Γενική-Δοτική | λεξικοῖν | λεξικαῖν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λεξικός, -ή, -ό