Μετάβαση στο περιεχόμενο

λεξιλόγιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεξιλόγιο τα λεξιλόγια
      γενική του λεξιλόγιου
& λεξιλογίου
των λεξιλόγιων
& λεξιλογίων
    αιτιατική το λεξιλόγιο τα λεξιλόγια
     κλητική λεξιλόγιο λεξιλόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεξιλόγιο < μεσαιωνική ελληνική λεξιλόγιον < λέξη + -λόγιο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /le.ksiˈlo.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεξιλόγιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεξιλόγιο ουδέτερο

  1. το σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας
      Η σκόπιμα διαστρεβλωμένη γλώσσα παρουσιάζει συχνά τύπους που δεν υπάρχουν στο ελληνικό λεξιλόγιο (όπως ο «σουβλισμός» του Διάκου) ή που φέρουν διαφορετικό νοηματικό φορτίο απ'αυτό που τους αποδίδει ο συγγραφέας (όπως η «πολιούχος νέα»). (Το εκκρεμές του Μποστ, στο περιοδικό Ο Πολίτης, Δεκέμβριος 2021, τεύχος 95, σελ. 15 ) (σημείωση Βικιλεξικού: όπως φαίνεται από τα άλλα παραθέματα, ο όρος υπάρχει μεν στο ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά είναι τόσο σπάνιος που να δικαιολογείται το κείμενο του παραθέματος)
  2. (ειδικότερα) το σύνολο των λέξεων που χρησιμοποιεί κάποιος
      πρὸ πολλοῦ τὸ γῆρας, τὸ ἔμπλεων ῥυτίδων καὶ σιέλων καὶ νύστας καὶ νερουλιάσματος, κατηργήθη διὰ τὰς γυναῖκας, ἢ τοὐλάχιστον κατηργήθη ἀπὸ τὸ μυροβόλον λεξιλόγιόν σας. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
  3. το σύνολο των δύσκολων λέξεων ή των τεχνικών όρων που χρησιμοποιούνται σε ένα βιβλίο και που αναγράφονται στο τέλος του ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να αναφερθεί σ' αυτές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]