λεξιλόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λεξιλόγιο | τα | λεξιλόγια |
γενική | του | λεξιλόγιου & λεξιλογίου |
των | λεξιλόγιων & λεξιλογίων |
αιτιατική | το | λεξιλόγιο | τα | λεξιλόγια |
κλητική | λεξιλόγιο | λεξιλόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεξιλόγιο < μεσαιωνική ελληνική λεξιλόγιον < λέξη + -λόγιο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /le.ksiˈlo.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐ξι‐λό‐γι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεξιλόγιο ουδέτερο
- το σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας
- (ειδικότερα) το σύνολο των λέξεων που χρησιμοποιεί κάποιος
- ※ πρὸ πολλοῦ τὸ γῆρας, τὸ ἔμπλεων ῥυτίδων καὶ σιέλων καὶ νύστας καὶ νερουλιάσματος, κατηργήθη διὰ τὰς γυναῖκας, ἢ τοὐλάχιστον κατηργήθη ἀπὸ τὸ μυροβόλον λεξιλόγιόν σας. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
- το σύνολο των δύσκολων λέξεων ή των τεχνικών όρων που χρησιμοποιούνται σε ένα βιβλίο και που αναγράφονται στο τέλος του ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να αναφερθεί σ' αυτές