λεπιδοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λεπιδοφόρος, -ος ή -α, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεπιδοφόρος
|
λεπιδοφόρος, -ος ή -α, -ο
|