λεπιδοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπιδοφόρος η λεπιδοφόρα το λεπιδοφόρο
      γενική του λεπιδοφόρου της λεπιδοφόρας του λεπιδοφόρου
    αιτιατική τον λεπιδοφόρο τη λεπιδοφόρα το λεπιδοφόρο
     κλητική λεπιδοφόρε λεπιδοφόρα λεπιδοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπιδοφόροι οι λεπιδοφόρες τα λεπιδοφόρα
      γενική των λεπιδοφόρων των λεπιδοφόρων των λεπιδοφόρων
    αιτιατική τους λεπιδοφόρους τις λεπιδοφόρες τα λεπιδοφόρα
     κλητική λεπιδοφόροι λεπιδοφόρες λεπιδοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπιδοφόρος < λεπίδ(α) + -ο- + -φόρος < φέρω

Επίθετο[επεξεργασία]

λεπιδοφόρος, -ος ή -α, -ο

  1. αυτός που φέρει λεπίδα ή λεπίδες
    λεπιδοφόρος άξονας, λεπιδοφόρα μηχανή, λεπιδοφόρο εργαλείο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]