λεπταισθησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεπταισθησία < (λεπτός) λεπτ- + αἴσθη(σις) > -ση + -ία κατά το ευαισθησία [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /le.pte.sθiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐πται‐σθη‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεπταισθησία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λεπταίσθητος
- → δείτε τις λέξεις λεπτός και αίσθηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λεπταισθησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας