λεπταισθησία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεπταισθησία οι λεπταισθησίες
      γενική της λεπταισθησίας των λεπταισθησιών
    αιτιατική τη λεπταισθησία τις λεπταισθησίες
     κλητική λεπταισθησία λεπταισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπταισθησία < (λεπτός) λεπτ- + αἴσθη(σις) > -ση + -ία κατά το ευαισθησία [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /le.pte.sθiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐πται‐σθη‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεπταισθησία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]