λεπτοδουλειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεπτοδουλειά | οι | λεπτοδουλειές |
γενική | της | λεπτοδουλειάς | των | λεπτοδουλειών |
αιτιατική | τη | λεπτοδουλειά | τις | λεπτοδουλειές |
κλητική | λεπτοδουλειά | λεπτοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεπτοδουλειά θηλυκό
- κάθε χειροτέχνημα, έργο τέχνης, κατεσκευή (ή επισκευή) που απαιτεί προσοχή στη λεπτομέρεια, επιδεξιότητα και λεπτούς χειρισμούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεπτοδουλειά
|