λεπτοδουλειά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεπτοδουλειά οι λεπτοδουλειές
      γενική της λεπτοδουλειάς των λεπτοδουλειών
    αιτιατική τη λεπτοδουλειά τις λεπτοδουλειές
     κλητική λεπτοδουλειά λεπτοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπτοδουλειά < λεπτ(ή) + -ο- + δουλειά ή λεπτό + δουλειά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεπτοδουλειά θηλυκό


Μεταφράσεις[επεξεργασία]