λεπτοκάρυον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λεπτοκᾰρῠο-
ονομαστική τὸ λεπτοκάρυον τὰ λεπτοκάρυ
      γενική τοῦ λεπτοκαρύου τῶν λεπτοκαρύων
      δοτική τῷ λεπτοκαρύ τοῖς λεπτοκαρύοις
    αιτιατική τὸ λεπτοκάρυον τὰ λεπτοκάρυ
     κλητική ! λεπτοκάρυον λεπτοκάρυ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεπτοκαρύω
γεν-δοτ τοῖν  λεπτοκαρύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπτοκάρυον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λεπτο- + κάρυον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεπτοκάρυον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]