λεπτόγραμμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτόγραμμος η λεπτόγραμμη το λεπτόγραμμο
      γενική του λεπτόγραμμου της λεπτόγραμμης του λεπτόγραμμου
    αιτιατική τον λεπτόγραμμο τη λεπτόγραμμη το λεπτόγραμμο
     κλητική λεπτόγραμμε λεπτόγραμμη λεπτόγραμμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτόγραμμοι οι λεπτόγραμμες τα λεπτόγραμμα
      γενική των λεπτόγραμμων των λεπτόγραμμων των λεπτόγραμμων
    αιτιατική τους λεπτόγραμμους τις λεπτόγραμμες τα λεπτόγραμμα
     κλητική λεπτόγραμμοι λεπτόγραμμες λεπτόγραμμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπτόγραμμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λεπτόγραμμος < λεπτό- + -γραμμος

Επίθετο[επεξεργασία]

λεπτόγραμμος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει χαραχθεί ή σχηματιστεί με λεπτές γραμμές
  2. (μεταφορικά, για πρόσωπο) κομψός άνθρωπος,[1] λεπτοκαμωμένος· που έχει λεπτά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο[2]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Καμπανά, 1990.)
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λεπτόγραμμος τὸ λεπτόγραμμον
      γενική τοῦ/τῆς λεπτογράμμου τοῦ λεπτογράμμου
      δοτική τῷ/τῇ λεπτογράμμ τῷ λεπτογράμμ
    αιτιατική τὸν/τὴν λεπτόγραμμον τὸ λεπτόγραμμον
     κλητική ! λεπτόγραμμε λεπτόγραμμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λεπτόγραμμοι τὰ λεπτόγραμμ
      γενική τῶν λεπτογράμμων τῶν λεπτογράμμων
      δοτική τοῖς/ταῖς λεπτογράμμοις τοῖς λεπτογράμμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λεπτογράμμους τὰ λεπτόγραμμ
     κλητική ! λεπτόγραμμοι λεπτόγραμμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λεπτογράμμω τὼ λεπτογράμμω
      γεν-δοτ τοῖν λεπτογράμμοιν τοῖν λεπτογράμμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπτόγραμμος < (αρχαία ελληνική λεπτός) λεπτό- + -γραμμος (γραμμή)

Επίθετο[επεξεργασία]

λεπτόγραμμος, -ος, -ον

Πηγές[επεξεργασία]