λεπτόφωνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτόφωνος η λεπτόφωνη το λεπτόφωνο
      γενική του λεπτόφωνου της λεπτόφωνης του λεπτόφωνου
    αιτιατική τον λεπτόφωνο τη λεπτόφωνη το λεπτόφωνο
     κλητική λεπτόφωνε λεπτόφωνη λεπτόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτόφωνοι οι λεπτόφωνες τα λεπτόφωνα
      γενική των λεπτόφωνων των λεπτόφωνων των λεπτόφωνων
    αιτιατική τους λεπτόφωνους τις λεπτόφωνες τα λεπτόφωνα
     κλητική λεπτόφωνοι λεπτόφωνες λεπτόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπτόφωνος < αρχαία ελληνική λεπτόφωνος < λεπτός + φωνή

Επίθετο[επεξεργασία]

λεπτόφωνος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]