λεπτό έντερο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βλέπε τις λέξεις λεπτός και έντερο.

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

λεπτό έντερο ουδέτερο

  • (ανατομία) ένα από τα δύο τμήματα στα οποία διακρίνεται το έντερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]