λεσβιακός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | λεσβιακός | λεσβιακή | λεσβιακό |
γενική | λεσβιακού | λεσβιακής | λεσβιακού |
αιτιατική | λεσβιακό | λεσβιακή | λεσβιακό |
κλητική | λεσβιακέ | λεσβιακή | λεσβιακό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | λεσβιακοί | λεσβιακές | λεσβιακά |
γενική | λεσβιακών | λεσβιακών | λεσβιακών |
αιτιατική | λεσβιακούς | λεσβιακές | λεσβιακά |
κλητική | λεσβιακοί | λεσβιακές | λεσβιακά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεσβιακός < ελληνιστική κοινή < Λέσβος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lɛ.zvi.a.ˈkɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
λεσβιακός
- ο αναφερόμενος στο νησί Λέσβος
- ο αναφερόμενος στην γυναικεία ομοφυλοφιλία