λευκόθριξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / λευκόθριξ οἱ/αἱ λευκότριχες
      γενική τοῦ/τῆς λευκότριχος τῶν λευκοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ λευκότριχ τοῖς/ταῖς λευκότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν λευκότριχ τοὺς/τὰς λευκότριχᾰς
     κλητική ! λευκόθριξ λευκότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λευκότριχε
γεν-δοτ τοῖν  λευκοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λευκόθριξ < λευκό- + -θριξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λευκόθριξ αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που έχει λευκά μαλλιά, λευκές τρίχες

Πηγές[επεξεργασία]