λευκόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λευκόρροια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική leukorrhea < αρχαία ελληνική λευκός + ῥέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λευκόρροια θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λευκορροϊκός
- → δείτε τις λέξεις λευκός και ρέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λευκόρροια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)