λεφτοκάρυ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεφτοκάρυ < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) λεπτοκάρυον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεφτοκάρυ ουδέτερο ή λεφτόκαρο ή λεπτόκαρο

  1. το φουντούκι
    Ο χώρος είν’ αγκάλιασμα κι ο χρόνος λεφτοκάρυ /κι ο έρωτας γλυκό φιλί σε κρεμμυδένιο χείλι (Νίκος Καρούζος)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]