λεχώνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεχώνα | οι | λεχώνες |
γενική | της | λεχώνας | των | λεχώνων |
αιτιατική | τη | λεχώνα | τις | λεχώνες |
κλητική | λεχώνα | λεχώνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεχώνα < μεσαιωνική ελληνική λεχώνα < (ελληνιστική κοινή) *λεχών < αρχαία ελληνική λεχώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεχώνα θηλυκό
- η γυναίκα που έχει γεννήσει μόλις ή κατά το διάστημα των τελευταίων σαράντα ημερών
- (μεταφορικά) ο άνθρωπος που παραπονιέται συνεχώς, φυγοπονεί και αναβάλλει