λεϊμόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λεϊμόνι | τα | λεϊμόνια |
γενική | του | λεϊμονιού | των | λεϊμονιών |
αιτιατική | το | λεϊμόνι | τα | λεϊμόνια |
κλητική | λεϊμόνι | λεϊμόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεϊμόνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεϊμόνι ουδέτερο
- το λεμόνι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεϊμόνι
→ δείτε τη λέξη λεμόνι |