λεύτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λεύτερος | η | λεύτερη | το | λεύτερο |
γενική | του | λεύτερου | της | λεύτερης | του | λεύτερου |
αιτιατική | τον | λεύτερο | τη | λεύτερη | το | λεύτερο |
κλητική | λεύτερε | λεύτερη | λεύτερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λεύτεροι | οι | λεύτερες | τα | λεύτερα |
γενική | των | λεύτερων | των | λεύτερων | των | λεύτερων |
αιτιατική | τους | λεύτερους | τις | λεύτερες | τα | λεύτερα |
κλητική | λεύτεροι | λεύτερες | λεύτερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεύτερος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λεύτερος < ἐλεύτερος / λεύθερος < ἐλεύθερος < αρχαία ελληνική ἐλεύθερος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈle.fte.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λεύ‐τε‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
λεύτερος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) ελεύθερος
- (για γυναίκα) ελεύθερη, ανύπαντρη
Συγγενικά[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
λευτερ-
λευτερ-
- αλευτέρωτος
- ανελεύτερος
- απελεύτερος
- γεροντολεύτερη
- ελεύτερα (επίρρημα)
- ελευτεριά
- ελεύτερος
- λεύτερα (επίρρημα)
- Λευτέρης
- λευτεριά
- λεύτερο
- λευτερόγνωμος
- λευτεροκοινωνώ
- λευτερομιλώ
- λευτεροπεταχτά (επίρρημα)
- λεύτερος
- λευτεροσύνη
- λευτεροφάγος
- λευτεροχάρτι
- λευτέρωμα
- λευτερωμένος
- λευτερωμός
- λευτερώνω, λευτερώνομαι
- λευτερωτής
- μεταλευτερώνω
- μισελεύτερος
- ξελευτέρωμα
- ξελευτερώνω
- ξελευτέρωση
- τρισελεύτερος
- φιλελεύτερος
- φτου ξελευτερία
→ και δείτε τη λέξη ελεύθερος για το θέμα ελευθερ-
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεύτερος
→ δείτε τη λέξη ελεύθερος |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεύτερος < ἐλεύτερος / λεύθερος με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος και ανομοίωση της άρθρωση [fθ] > [ft] [1] < ἐλεύθερος < αρχαία ελληνική ἐλεύθερος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεύτερος θηλυκό
- άλλη μορφή του ἐλεύτερος μορφή του ἐλεύθερος
- άλλες μορφές: λεύθερος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λεύτερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)