Μετάβαση στο περιεχόμενο

λημματολόγηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λημματολόγηση οι λημματολογήσεις
      γενική της λημματολόγησης των λημματολογήσεων
    αιτιατική τη λημματολόγηση τις λημματολογήσεις
     κλητική λημματολόγηση λημματολογήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λημματολόγηση < (λημματολογώ) λημματολογη + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε (λήμμα) λημματ- + -ο- + -λόγηση.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λημματολόγηση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]