λημματολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λημματολόγηση | οι | λημματολογήσεις |
γενική | της | λημματολόγησης | των | λημματολογήσεων |
αιτιατική | τη | λημματολόγηση | τις | λημματολογήσεις |
κλητική | λημματολόγηση | λημματολογήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λημματολόγηση < (λημματολογώ) λημματολογη + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε (λήμμα) λημματ- + -ο- + -λόγηση.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λημματολόγηση θηλυκό
- (λεξικογραφία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λημματολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λημματολόγηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγηση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λεξικογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)