λημματολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λημματολόγιο < λήμμα, λήμματ(ος) + -ο- + -λόγιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λημματολόγιο ουδέτερο
- (λεξικογραφία) τα λήμματα ενός λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας ως σύνολο
[επεξεργασία]
- λημματολόγηση
- λημματολογώ
- → δείτε τις λέξεις λήμμα, λαμβάνω και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λημματολόγιο