ληξιαρχικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ληξιαρχικός η ληξιαρχική το ληξιαρχικό
      γενική του ληξιαρχικού της ληξιαρχικής του ληξιαρχικού
    αιτιατική τον ληξιαρχικό τη ληξιαρχική το ληξιαρχικό
     κλητική ληξιαρχικέ ληξιαρχική ληξιαρχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ληξιαρχικοί οι ληξιαρχικές τα ληξιαρχικά
      γενική των ληξιαρχικών των ληξιαρχικών των ληξιαρχικών
    αιτιατική τους ληξιαρχικούς τις ληξιαρχικές τα ληξιαρχικά
     κλητική ληξιαρχικοί ληξιαρχικές ληξιαρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ληξιαρχικός, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ληξιαρχικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ληξιαρχικός

  1. σχετικός με το ληξιαρχείο
    ληξιαρχική πράξη γεννήσεως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ληξιαρχικός < ληξίαρχος + -ικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ληξιαρχικός, ή, -όν

  1. που ανήκει στον ληξίαρχο
  2. ληξιαρχικόν γραμματεῖον: το αρχείο κάθε δήμου της αρχαίας Αθήνας όπου εγγράφονταν τα ονόματα των νέων πολιτών όταν έφταναν στην ενηλικίωση

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 890