ληξιπρόθεσμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ληξιπρόθεσμος η ληξιπρόθεσμη το ληξιπρόθεσμο
      γενική του ληξιπρόθεσμου της ληξιπρόθεσμης του ληξιπρόθεσμου
    αιτιατική τον ληξιπρόθεσμο τη ληξιπρόθεσμη το ληξιπρόθεσμο
     κλητική ληξιπρόθεσμε ληξιπρόθεσμη ληξιπρόθεσμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ληξιπρόθεσμοι οι ληξιπρόθεσμες τα ληξιπρόθεσμα
      γενική των ληξιπρόθεσμων των ληξιπρόθεσμων των ληξιπρόθεσμων
    αιτιατική τους ληξιπρόθεσμους τις ληξιπρόθεσμες τα ληξιπρόθεσμα
     κλητική ληξιπρόθεσμοι ληξιπρόθεσμες ληξιπρόθεσμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ληξιπρόθεσμος < λήξη + προθεσμία

Επίθετο[επεξεργασία]

ληξιπρόθεσμος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]