ληστέψετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ληστέψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ληστεύω
  2. θα ληστέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ληστεύω