ληστεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ληστεία | οι | ληστείες |
γενική | της | ληστείας | των | ληστειών |
αιτιατική | τη | ληστεία | τις | ληστείες |
κλητική | ληστεία | ληστείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ληστεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ληστεία θηλυκό
- κλοπή με χρήση βίας ή ενέργειας θεωρούμενης ως βίας (βρισιά, ξυλοδαρμός ακόμη κι απλή παρουσία που δύναται να συνταράξει ψυχολογικά το θύμα - σε λεπτότερες εκδοχές το κρίνει η δικαστική αρχή)