ληστοκρατούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ληστοκρατούμαι < ληστοκρατ(ία) + -ούμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.sto.krɾaˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λη‐στο‐κρα‐τού‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ληστοκρατούμαι, -είσαι, μόνο σε ενεστώτα και παρατατικό, συνήθως τριτοπρόσωπο ληστοκρατείται (αποθετικό ρήμα, ελλειπτικό ρήμα)[1]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- ληστοκρατούμενος (μετοχή)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ληστής και κράτος
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ληστοκρατούμαι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)