λιάνωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιάνωμα τα λιανώματα
      γενική του λιανώματος των λιανωμάτων
    αιτιατική το λιάνωμα τα λιανώματα
     κλητική λιάνωμα λιανώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιάνωμα < + -ωμα < λιανός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈʎa.no.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιά‐νω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιάνωμα ουδέτερο (δημοτική)

  1. κάθε μικρό πράγμα
     συνώνυμα: μικροπράγματα (πληθυντικός)
  2. (ειδικότερα) μικρό σφάγιο
    ※  Μια μέρα, στο χορτάρι,
    μ' έναν παλιόν παλικαρά, το γέρο το Θειοχάρη,
    έτρωγαν ένα λιάνωμα· και ρώτησε την πλάτη.
    Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι ξάνοιξε το μάτι
    πάνου σ' αυτό το κόκαλο, κι ευθύς του λέει: «Πατέρα,
    μου δίνεις την Αργύρω σου;» (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Φωτεινός, 1879)
    ※  Τα αναφερόμενα δε εν προκειμένω « λιανώματα » ήσαν τα νεογνά της αιγός , καθ' όσον η λέξις « λιάνωμα » σημαίνει πάν λεπτόν, μικρών πράγμα και κατ' επέκτασιν το μικρόν σφάγιον , οίον είναι το νεογνόν της αιγός και του προβάτου (Δημ. Γέροντας, (1938) Περί του εθιμικού δικαίου των Αθηνών της Τουρκοκρατίας και της Επαναστάσεως, Αθήναι.)
  3. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη λιανώματα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]