λιακό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιακό < λιακωτό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιακό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του λιακωτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιακό
|