λιανεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιανεύω < λιανός + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

λιανεύω

  1. γίνομαι λιανός

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]