λιανική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιανική | οι | λιανικές |
γενική | της | λιανικής | των | λιανικών |
αιτιατική | τη | λιανική | τις | λιανικές |
κλητική | λιανική | λιανικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιανική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λιανικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιανική θηλυκό
- η πώληση προϊόντων απευθείας στους καταναλωτές κι όχι σε εμπόρους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
λιανική