λιανοπωλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιανοπωλητής < λιαν(ικής) + -ο- + πωλητής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιανοπωλητής αρσενικό
- (επάγγελμα) έμπορος που ασχολείται με το λιανεμπόριο, τη λιανική (αγορά)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιανοπωλητής
|