λιβάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
λῐβᾰδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | λιβάς | αἱ | λιβάδες | |
γενική | τῆς | λιβάδος | τῶν | λιβάδων | |
δοτική | τῇ | λιβάδῐ | ταῖς | λιβάσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | λιβάδᾰ | τὰς | λιβάδᾰς | |
κλητική ὦ! | λιβάς | λιβάδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιβάδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | λιβάδοιν | |||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιβάς < *λίψ (γενική λιβός) με μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που υπάρχει στο λείβω (στάζω, χύνω) + -άς[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιβάς, -άδος θηλυκό
- ό,τι πέφτει σταγόνα σταγόνα, ό,τι στάζει ή σταλάζει
- πηγή
- ρυάκι
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη λιβάδες τα νερά της βροχής, τα όμβρια ύδατα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- λιβάδιον (υποκοριστικό)
→ και δείτε λίψ (αρσενικό), και τύπους του θηλυκού *λίψ)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ s.v. «λιβάδι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- λιβάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λιβάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δεκάς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεκάς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άς (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)