λιβανωτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιβανωτό | τα | λιβανωτά |
γενική | του | λιβανωτού | των | λιβανωτών |
αιτιατική | το | λιβανωτό | τα | λιβανωτά |
κλητική | λιβανωτό | λιβανωτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιβανωτό < ουδέτερο του επιθέτου λιβανωτός ως ουσ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιβανωτό ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιβανωτό
|