λιβανωτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιβανωτό τα λιβανωτά
      γενική του λιβανωτού των λιβανωτών
    αιτιατική το λιβανωτό τα λιβανωτά
     κλητική λιβανωτό λιβανωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιβανωτό < ουδέτερο του επιθέτου λιβανωτός ως ουσ.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιβανωτό ουδέτερο

  1. το λιβάνι
  2. οι κολακείες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]